Ώρα Ανταρκτική
Τις νύχτες ακούω στο λευκό το σεντόνι σου
παγετώνες να τρίζουν, λευκή, κρύα, μόνη σου
τρελλών μα και πρώτων Ανταρκτική μας πατρίδα
Αλλάζεις τόσες μορφές, το κορμί σου παγίδα
Aπ' ό,τι ήταν υγρό εγεννήθη ο βράχος σου
είσαι πλάσμα ρευστό και αυτό είναι άγχος σου
το νερό θα κυλά σιωπηλά απ τα πόδια σου
του αρχών σου κρυφά προσπερνώντας τα εμπόδια σου
Tους φάντάζεσαι ασπίλους λευκούς παγωμένους σου
της ζωής τους χειμώνες σαν τα χιόνια παρθένους σου
να εορτάζουν κι αυτοί στων βουνών τα μπαλκόνια σου
στον ουρανό σου αντάρτες δυό λευκά χελιδόνια τους
και βαθιά πιο βαθιά η σάρκα η καυτή
δε σβήνει δεν παύει να γυρνάει κι αυτή
χαρακιές και ηφαίστεια και λάβα ζεστή
Το Έρεβον Όρος σου αχνίζει ζωή...
ως βαρύτερο ύδωρ ας κυλήσεις στα αυλάκια ο Χρόνος...