Poihsis

Greek Poetry and Poet Hector Ektropos Ελληνική ποίηση και o ποιητής Έκτωρ Έκτροπος

My Photo
Name:
Location: Athens, Greece

μια χίμαιρα... το χθές είναι του σήμερα... και ρούχο μου καθάριο... το σήμερα του αύριο...

Sunday, August 26, 2012

Ειδωλολάτρες


Κουβάλησαν στον ουρανό
τις πέτρινες στιγμές
της λήθης και της μνήμης
να ξαποστάσουνε στο χτες...
και έγραφε στο κατώφλι του ο Θεός,
δώρα δεν επιστρέφονται...
Κατάχαμα στο γαλανό του τίποτα
απόθεσαν, τις Κυρίες τους ακέραιες  
στο μάρμαρο και το αλάβαστρο
ντυμένες
στο απόλυτο των λέξεων
που εντός εγίνανε αλήθεια
και αξία να λατρέψεις.

Απόκαμαν πια κι αυτές
να φωσφορίζουνε ιδανικά
σε μάτια νεκρά από πόθο
ξένα δωμάτια  που κοιτούν
τις φάσεις της Σελήνης
να καταπίνουν Θάλασσες.

Και δόθηκαν, προδόθηκαν
Πορφύρες παραδόθηκαν...
του Ίμερου κορώνες και μετάξια
για νύχτα μιά... κάθε νυχτιά  
γυρεύοντας χορεύοντας
στα μάτια  ζητιανεύοντας
τον Έρωτα  
που άσαν και που χάσανε
κι όλα όσα του μοιάζανε
πρόσχαρα πως πλαγιάσανε  
μαζί τους
ζαριά της νιότης τους
αντάξια της ορμής τους
μα κι όλα αυτά ανάξια
της μέγιστης τιμής τους
καθώς κανείς δεν έμενε
να ξημερώνει ταίρι τους,
στο πλάϊ τους, ζωή τους...

Κατάδικοι κι αυτοί… που πίστεψαν…
να μην ξεφεύγουν πια απ τις εικόνες
 θα κλείσουν μάτια να μη βλέπουν
 πόσα χέρια αγγίζουν, τα των ειδώλων κοίλα,
κοίλα και αυτά, κοίλα κενά απ τις χαρές
των δώρων που αγαπούν την αμνησιά
και το θυμό για το έρμα των συμβόλων που τα φόρτωσαν.

Στ απέναντι μπαλκόνι τα κλουβιά γενήκαν  δυό...
Κι οι φλώροι ρολογάνε τη σκλαβιά
με φτερουγίσματα κι ανάσες κοφτερές
μοιρολογάν τους ουρανούς που χάνουνε...
Και πως να μάθουν τα πουλιά στυγνότητα
που την αγνότητα του γαλανού
που δεν προφτάσανε συνέχεια κοιτάζουν.
Νύκτωρ λοιπόν…
με λάγνα βλέμματα, στοιχήματα χυδαία
και γέλιο πρόστυχο για να στεγνώνει
το δάκρυ των αθώων
στου νόθου πάθους τα σεντούκια,
διδάσκεται η στυγνότης.

Και όσα απομείναν από μας πρέπει μαζί να πορευτούν
τον  δρόμο ετούτο τον αρχαίο προς τις κοιτίδες μας πηγές,
πάνω σε αποκαΐδια  σύννεφα και  σε σκουριές οργίων
όμορφες πόρνες γίνανε
οι μνήμες των δικών μας των Αγίων
να τις περάσουμε απέναντι τους πρέπει
στο λεμονόδασος  των πιο αγνών δακρύων
να φτάσουμε κάπου εκεί στον Οκαβάνγκο
με μόνο ένα μανταρινάκι στον χιτώνα,
για πυξίδα.

Ναι πιστέψαμε σε είδωλα
Με όλο μας το είναι…
ακράδαντα, αναμφίβολα…
πιστέψαμε, λατρέψαμε
ποτέ δεν επιστρέψαμε
τον άμβυκα του νεκτάρεος
απ τον Θεό μας κλέψαμε
να μείνουμε μαζί τους
ανάσα και κορμί τους.
Τι είναι αυτό που μας σπρώχνει
να αγγίξουμε τα αστέρια με χέρια γυμνά
και με πόδια στεγνά να βαδίσουμε πάνω στα νερά
δε θα σου πω…
Άχραντα και άρρητα ιερά όσα πληρώνουμε
με τη ζωή μας.

Από αύριο θα γίνω πλήθος πια…
σαν κατεβώ στους πληθυντικούς των εραστών,
θα γίνω ψίθυρος ογρός…
μες σε χρηματιστήριες κραυγές ονείρων
εγκλωβισμένος να παζαρεύομαι για λίγα δράμια ουρανό.

Αφήστε με για λίγο ακόμη εδώ στην Ομορφιά...
Ακούω τα βογγητά των μανιασμένων πράξεων...
της χαλασιάς το σάλο των ταυροκαθάψιων διονυσιασμών,
τα φιόρα κύματα… τις καλαμιές αδερφωμένες
δόρατα αόρατων πεσόντων και χορός αρχαίας τραγωδίας,
Τη λεύκα που ψιθύριζε χρησμούς!
Σελάνα Σάλασσα πως ανθισμένη μύριζες
νυφούλα λεμονάκι γιασεμί...
πανώριο κύμα ζαρκάδι  πως εκάλπασες
της Φλέγγας τα λημέρια πληγωμένος σταυραητός.

Αμπέλι που ξεστράγγισε η μνήμη,
αντιφεγγίζει στο καντήλι το έλεος,
αστέρια στο στερέωμα.
τα δυό σου χέρια οι αυλές των  Βογομίλων...
Θροΐζουν οι καρδιές στις θύμισες
των Ήλιων που τις ζέσταναν
και των κιβδήλων που τις σπίλωσαν

Αξιότιμες δήμιες  στιγμές καλώς ορίσατε.
Γνωρίζω το αμάρτημα και την ποινή γνωρίζω,
Χρόνια στο θάλαμο αναμονής
με το αθώο χαμόγελο του θανατοποινίτη
που τον κοιτάν απ το πορτάκι μάτια σουβλιά,
ανάμεσα στους μουτζαλιασμένους τοίχους
τούτων των στεγνών υποθηκοφυλακίων,
σας επερίμενα...
Ας λειώσει μαζί σας και αυτή η Κυριακή
λιβάνι και λευκό κερί στη θύμιση σας,
στο ίνδαλμα μας προσευχή...


Σαν την πρώτη μέρα της Άνοιξης...